ΣΥΜΒΑΣΙΟΥΧΟΙ ΕΡΓΑΖΟΜΕΝΟΙ ΣΤΟ ΔΗΜΟΣΙΟ
Σχετικά με την απόφαση του δικαστηρίου της Ε.Ε.
για τους συμβασιούχους στο δημόσιο
Μόνιμο ζητούμενο των κυβερνήσεων, στο πλαίσιο και των στρατηγικών κατευθύνσεων της ΕΕ, είναι η προώθηση «ευέλικτων» και «ελαστικών» μορφών εργασίας, ώστε οι εργαζόμενοι να είναι διαθέσιμοι ανά πάσα στιγμή για τη στήριξη της κερδοφορίας των εργοδοτών.
Το αστικό κράτος πρωτοστατεί στην εδραίωση και γενίκευσή τους, χτυπώντας το δικαίωμα στη μόνιμη και σταθερή εργασία. Η μείωση του μόνιμου προσωπικού στο Δημόσιο (τα τελευταία δέκα χρόνια έχει μειωθεί κατά 40%) και η αντικατάσταση μέρους του από έκτακτο προσωπικό αποτελούν μια πάγια τακτική όλων των κυβερνήσεων της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ, που ανανεώνουν και συντηρούν στρατιές χιλιάδων συμβασιούχων, με συμβάσεις ομηρίας, αξιοποιώντας αυτό το καθεστώς και για μια διαρκή ανακύκλωση της ανεργίας.
Σύμφωνα μάλιστα με τα τελευταία στοιχεία (Γενάρης 2021) του Μητρώου Ανθρώπινου Δυναμικού του Ελληνικού Δημοσίου, στο Δημόσιο το μόνιμο (τακτικό) προσωπικό φτάνει περίπου τις 570.000 (συμπεριλαμβάνεται το προσωπικό σε στρατό, αστυνομία, Λιμενικό, ιερείς, που φτάνουν περίπου τις 170.000) και το έκτακτο προσωπικό ξεπερνά τις 131.000, αποτελώντας το 19% του προσωπικού στο Δημόσιο.
Οι συμβασιούχοι, εργαζόμενοι με ημερομηνία λήξης, είναι ένα πολύτιμο εργαλείο στα χέρια κάθε κυβέρνησης, καθώς αποτελούν φθηνότερο εργατικό δυναμικό, με ελάχιστα δικαιώματα. Ταυτόχρονα, κυβερνήσεις, διοικήσεις οργανισμών και δημοτικές αρχές ποδοπατούν κάθε έννοια ανθρώπινης αξιοπρέπειας, πατάνε στην ανάγκη για μεροκάματο και ψηφοθηρούν για να αποκομίσουν πολιτικά οφέλη.
Σε αυτές τις συνθήκες, το τελευταίο διάστημα στήνεται από διάφορα επιτελεία ένα εμπόριο ελπίδας σε βάρος τους, ότι τάχα μπορούν να κερδίσουν το δικαίωμά τους στη μόνιμη και σταθερή δουλειά μέσα από δικαστικές αποφάσεις. Πρόκειται για «έργο» που έχει ξαναπαιχτεί με ιδιαίτερη ένταση και την περίοδο 2002 - 2004, αλλά και στη συνέχεια με διάφορους σταθμούς: Αστικά κόμματα, δυνάμεις του εργοδοτικού συνδικαλισμού, μεγαλοδικηγορικά γραφεία προσπαθούν να εγκλωβίσουν ξανά συμβασιούχους στη λογική διεκδίκησης του δικαιώματος στην εργασία μέσα από ατέρμονες νομικίστικες διαδικασίες, ταυτόχρονα με μια ποικιλόμορφη προσπάθεια υπονόμευσης της αγωνιστικής διεκδίκησης.
Το 2002 - 2004 η ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ και ο τότε ΣΥΝ (ΣΥΡΙΖΑ) μαζί με την ηγεσία της ΓΣΕΕ διαγκωνίζονταν για το ποιος αποτελεί τον καλύτερο υπερασπιστή των συμβασιούχων. Οι ίδιοι δηλαδή που με τις πολιτικές που υπερασπίζονται και υπηρετούν δημιουργούν τις στρατιές συμβασιούχων, ενώ οι συνδικαλιστές - εργατοπατέρες τους βάζουν εμπόδια ακόμα και στην εγγραφή των συμβασιούχων στα σωματεία μαζί με τους μόνιμους εργαζόμενους.
Όλοι μαζί λιβανίζουν την ΕΕ, προσδίδοντας σε θεσμούς της ακόμα και φιλεργατικό προσωπείο και εμφανίζοντας ως «σωτήρια» μια ευρωενωσιακή Οδηγία (1999/70/ΕΚ) η οποία, όπως θα δειχθεί και παρακάτω, κάθε άλλο παρά το δικαίωμα στη μόνιμη και σταθερή δουλειά προασπίζει.
Σήμερα λοιπόν το «έργο» ξαναπαίζεται. Με λίγο διαφορετικό «χαβά» διαδίδεται ότι απόφαση του έβδομου τμήματος του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ενωσης (ΔΕΕ) ορίζει πως η Οδηγία αυτή τάχα υπερισχύει του ελληνικού Συντάγματος, που απαγορεύει τη μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου, και άρα ότι το μόνο που έχουν να κάνουν οι συμβασιούχοι είναι να προσφύγουν κατά χιλιάδες στα δικαστήρια και να διεκδικήσουν το δικαίωμα στη μόνιμη και σταθερή εργασία! Μία ακόμα μεγάλη «ενεργητική αυταπάτη» (όπως ανεπίσημα είχε αναφέρει μεγάλο δικηγορικό γραφείο την περίοδο 2002 - 2004) στήνεται...
Οι στόχοι των εργοδοτών και της ΕΕ
Για τη συγκεκριμένη Οδηγία, αρκεί κανείς να δει τους εμπνευστές της ώστε να καταλάβει ότι οι εργαζόμενοι δεν έχουν να περιμένουν τίποτα από την υπεράσπισή της. Βάση της Οδηγίας είναι συμφωνία - πλαίσιο μεταξύ της Ενωσης των Εργοδοτών της Ευρώπης (UNICE), του Ευρωπαϊκού Κέντρου Δημόσιων Επιχειρήσεων (CEEP) και της Ευρωπαϊκής Συνομοσπονδίας Συνδικάτων (ΕTUC), που αποτελεί παραμάγαζο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και σκληρό πυρήνα του εργοδοτικού συνδικαλισμού.
Είναι κανείς που πιστεύει ότι τα ευρωπαϊκά μονοπώλια, οι μεγάλες επιχειρήσεις - που έχουν πάγιο στόχο τη γενίκευση των «ελαστικών» και «ευέλικτων» μορφών εργασίας - συμφώνησαν στην προστασία της μόνιμης και σταθερής εργασίας; Είναι δυνατόν η Ευρωπαϊκή Ενωση, διακρατικός οργανισμός που υπηρετεί τα συμφέροντα των μεγάλων επιχειρηματικών ομίλων, να νομοθετεί αντίθετα από τα συμφέροντά τους;
Η ίδια η ΕΕ επιβεβαιώνει τα παραπάνω σε απαντήσεις που έχει δώσει σε σχετικές Ερωτήσεις. Ενδεικτικά αναφέρουμε το 2006: «Πρέπει να υπογραμμιστεί ότι δεν απαιτείται με βάση την Οδηγία η μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου» (απάντηση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής σε Ερώτηση του ευρωβουλευτή του ΚΚΕ, Γ. Τούσσα). Αλλά και το 2008: «Η Οδηγία δεν προβλέπει τη μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου» (απάντηση της Κομισιόν ξανά σε Ερώτηση του Γ. Τούσσα).
Το περιεχόμενο της Οδηγίας
Αρχικά στην Οδηγία τίθενται οι αρχές, το πλαίσιο και οι στόχοι που υπηρετεί. Με σαφήνεια αναφέρονται:
- «Η ανάγκη λήψης μέτρων για την αύξηση σε ένταση της απασχόλησης στο πλαίσιο της ανάπτυξης, κυρίως μέσω ελαστικότερης οργάνωσης της εργασίας (...)».
- Οι κοινωνικοί εταίροι «να διαπραγματευτούν συμβάσεις για τον εκσυγχρονισμό της οργάνωσης της εργασίας, συμπεριλαμβανομένων διευθετήσεων για ευέλικτη εργασία, με σκοπό να γίνουν οι επιχειρήσεις παραγωγικές και ανταγωνιστικές».
Περαιτέρω, η συμφωνία προβλέπει «μέτρα» «για να αποτραπεί η κατάχρηση που μπορεί να προκύψει από τη χρησιμοποίηση διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου», τα οποία είναι τα εξής:
Πρώτον, να υπάρχουν «αντικειμενικοί λόγοι που να δικαιολογούν την ανανέωση τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας». Δηλαδή όχι μόνο δεν απαγορεύει, αλλά αντιθέτως αφήνει στις κυβερνήσεις να ορίσουν λόγους για την ύπαρξη συμβάσεων ορισμένου χρόνου. Το ότι προβλέπει οι λόγοι αυτοί να είναι «αντικειμενικοί» δεν σημαίνει τίποτα για τους εργαζόμενους: Ποιος και με βάση ποια κριτήρια ορίζει ότι ο τάδε λόγος είναι αντικειμενικός ή όχι;
Δεύτερον, να οριστεί «η μέγιστη συνολική διάρκεια διαδοχικών συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας ορισμένου χρόνου», και τρίτον, να οριστεί «ο αριθμός των ανανεώσεων τέτοιων συμβάσεων ή σχέσεων εργασίας». Στην επόμενη παράγραφο προβλέπεται ότι «τα κράτη - μέλη, ύστερα από διαβουλεύσεις με τους κοινωνικούς εταίρους» ορίζουν τι θεωρείται διαδοχική σύμβαση και σύμβαση ορισμένου χρόνου. Επομένως, παρέχονται όλα εκείνα τα εργαλεία ώστε να «μαγειρεύεται» κατάλληλα η ανακύκλωση του εργατικού δυναμικού.
Απόφαση του ΔΕΕ... η νέα «ενεργητική αυταπάτη»
Αφορμή λοιπόν για τη νέα συζήτηση που άνοιξε το τελευταίο διάστημα, και διάφοροι κύκλοι φιλοδοξούν να σύρουν συμβασιούχους «πελατεία» στα δικηγορικά γραφεία, είναι μία ακόμα απόφαση του ΔΕΕ για υπόθεση που αφορά συμβασιούχους στο δήμο Αγίου Νικολάου. Η απόφαση δεν είναι δεσμευτική, όπως λέει το ίδιο το Δικαστήριο παρέχει διευκρινίσεις σε ερωτήσεις που υπέβαλε το Μονομελές Πρωτοδικείο Λασιθίου, και σε κάθε περίπτωση ξεκαθαρίζει το εξής: «Συνεπώς, η ρήτρα 5 της συμφωνίας - πλαισίου δεν επιβάλλει γενική υποχρέωση στα κράτη - μέλη να προβλέπουν τη μετατροπή των συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου».
Με αφορμή λοιπόν τη συγκεκριμένη απόφαση, ξεκινά πάλι μια ολόκληρη συζήτηση με «αν», «εφόσον», «ίσως» και «αλλά». Συγκεκριμένα, αν υπάρχουν άλλα μέτρα ή όχι που μπορούν να αποτρέψουν την «καταχρηστική χρησιμοποίηση» των διαδοχικών συμβάσεων, και αν μπορεί να εφαρμοστεί ένας νόμος του ...1920 που προβλέπει ότι μία από τις κυρώσεις για την κατάχρηση μπορεί να είναι η μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου, παρόλο που η μετατροπή απαγορεύεται από το άρθρο 103 του Συντάγματος. Το ΔΕΕ ξεκαθαρίζει επίσης ότι η μετατροπή σε αορίστου χρόνου μπορεί να ιδωθεί μόνο ως κύρωση στην κατάχρηση και ότι μπορεί να επιβληθεί ως τέτοια εφόσον δεν προβλέπονται άλλες κυρώσεις. Επίσης λέει ότι το ελληνικό δικαστήριο πρέπει να αποφασίσει αν η μετατροπή των συμβάσεων έρχεται σε αντίθεση με το Σύνταγμα και αν μπορεί να εφαρμοστεί ενώ είναι σε αντίθεση με αυτό... «Ζήσε μαύρε μου να φας τριφύλλι»!
Ζήτημα ανυποχώρητου αγώνα το δικαίωμα στη δουλειά
Από τα παραπάνω προκύπτει ότι καμία Οδηγία της ΕΕ δεν υποχρεώνει τη μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου. Αντιθέτως, στόχος της συγκεκριμένης Οδηγίας είναι είναι η ανακύκλωση της ανεργίας, εμποδίζοντας τη σύναψη διαδοχικών συμβάσεων ορισμένου χρόνου με τους ίδιους εργαζόμενους, επομένως και η γενίκευση των «ευέλικτων» μορφών εργασίας. Αποτελεί δηλαδή τρόπο επιβολής δουλειάς και ζωής «λάστιχο», και όχι «καταφύγιο» για τους εργαζόμενους, όπως τους λένε μεγαλοδικηγόροι και διάφοροι πρόθυμοι εργοδοτικοί συνδικαλιστές. Σημειώνεται άλλωστε ότι δεν υπάρχει καμία δικαστική απόφαση που να επιβάλλει τη μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου.
Συμπερασματικά, την ίδια ώρα που γενικεύονται η «ευελιξία» και η ομηρία των συμβασιούχων, διάφορα επιτελεία επιχειρούν να ξαναστήσουν αυτήν τη χιλιοπαιγμένη φαρσοκωμωδία σε βάρος τους, ενάντια στην ανάγκη για αξιοπρεπή ζωή, από την οποία πηγάζει το αναφαίρετο δικαίωμα μόνιμης και σταθερής δουλειάς για όλους, χωρίς όρους και προϋποθέσεις, με πλήρη δικαιώματα.
Οι κυβερνήσεις της ΝΔ, του ΠΑΣΟΚ και του ΣΥΡΙΖΑ ούτε θέλουν ούτε μπορούν να εξασφαλίσουν το δικαίωμα στη μόνιμη και σταθερή εργασία. Η ανεργία, η υποαπασχόληση, οι «ευέλικτες» μορφές εργασίας αποτελούν προϋποθέσεις για την αύξηση της κερδοφορίας του κεφαλαίου, για την καπιταλιστική ανάπτυξη και την προσέλκυση επενδύσεων, κάτι που άλλωστε αποτυπώνεται και στο σχέδιο Πισσαρίδη ή στις διάφορες παραλλαγές του.
Θυμίζουμε: Είναι οι ίδιες δυνάμεις που ψήφισαν το άρθρο 103 του Συντάγματος το 2001, που απαγορεύει τη μετατροπή των συμβάσεων ορισμένου χρόνου σε αορίστου. Είναι οι ίδιες δυνάμεις που το 2018 και το 2019 απέρριψαν την αναθεώρηση του συγκεκριμένου άρθρου, τη σχετική πρόταση του ΚΚΕ και την πρόταση άνω των 150 Σωματείων, Νομαρχιακών Τμημάτων της ΑΔΕΔΥ και Ομοσπονδιών του Δημοσίου. Είναι οι ίδιες δυνάμεις που ως δημοτικές αρχές επικαλούνται το συγκεκριμένο άρθρο για να απορρίψουν τα δίκαια αιτήματα των συμβασιούχων για μόνιμη και σταθερή δουλειά.
Μαζί τους, δυνάμεις του εργοδοτικού συνδικαλισμού και μεγάλα δικηγορικά γραφεία δείχνουν ως διέξοδο τη δικαστική οδό, σε μία ακόμα προσπάθεια που αντικειμενικά υπονομεύει τον αγώνα, την κοινή πάλη που πρέπει να αναπτυχθεί με όλη την εργατική τάξη για μόνιμη και σταθερή δουλειά για όλους.
Ακόμα και η μονιμοποίηση περίπου 33.000 συμβασιούχων το 2004 (ΠΔ 164/2004) δεν ήταν αποτέλεσμα δικαστικών αποφάσεων αλλά των μαζικών, επίμονων κινητοποιήσεων που έκαναν για μήνες χιλιάδες συμβασιούχοι, έχοντας στο πλευρό τους σωματεία συνδικάτα από όλους τους κλάδους.
Οι μεθοδεύσεις που στόχο έχουν να εγκλωβίσουν τους συμβασιούχους σε νομικίστικες διαδικασίες, μακριά από τον συλλογικό αγώνα, πρέπει να πάρουν αποφασιστική απάντηση. Οι συμβασιούχοι δεν πρέπει να τσιμπήσουν το δόλωμα και να γίνουν θύματα ενός ακόμα εμπορίου ελπίδων. Μόνος δρόμος είναι η οργάνωση της πάλης τους, η ανάπτυξη κοινών αγώνων με το σύνολο των εργαζομένων, σε σύγκρουση με την πολιτική που γενικεύει την «ευελιξία» για να υπηρετήσει τα συμφέροντα του κεφαλαίου.
Αναδημοσίευση από την εφημερίδα Ριζοσπάστης 11 Μαρτίου 2021